- πυρευτικός
- πῠρ-ευτικός, ή, όν,A of or for fishing by torchlight, πυρευτική (sc. θήρα) Pl.Sph.220d; cf.
πυρία 11
.II for burning,χρεία Thphr.HP 5.1.12
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πυρία 11
.χρεία Thphr.HP 5.1.12
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πυρευτικός — ή, όν, Α [πυρεύω] 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στο ψάρεμα με πυρσούς, στο πυροφάνι 2. ο κατάλληλος για καύση 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ πυρευτική νυχτερινό ψάρεμα με πυρσούς, πυροφάνι … Dictionary of Greek
πυρευτικόν — πυρευτικός of masc acc sg πυρευτικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρευτικήν — πυρευτικός of fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)